ἀδιήγητος — indescribable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιήγητος — η, ο (Α ἀδιήγητος, ον) [διηγοῡμαι] 1. αυτός που δεν τόν διηγήθηκε ή δεν τόν περιέγραψε κάποιος 2. που δεν μπορεί να τόν διηγηθεί ή να τόν περιγράψει κανείς, απερίγραπτος, ανείπωτος, ανεκδιήγητος … Dictionary of Greek
ἀδιηγήτως — ἀδιήγητος indescribable adverbial ἀδιήγητος indescribable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιήγητον — ἀδιήγητος indescribable masc/fem acc sg ἀδιήγητος indescribable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιηγήτοις — ἀδιήγητος indescribable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιηγήτου — ἀδιήγητος indescribable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιηγήτους — ἀδιήγητος indescribable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιηγήτων — ἀδιήγητος indescribable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιηγήτῳ — ἀδιήγητος indescribable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιήγητα — ἀδιήγητος indescribable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)